-
1 συν-νοέω
συν-νοέω (s. νοέω), mit dem Verstande fassen, bedenken, überlegen, verstehen, Soph. O. C. 454; im med., ἐν ἐμαυτῷ τι συννοούμενος, Eur. Or. 633; Ar. Ran. 598; Andoc. 3, 27; οὐ μὴν ἱκανῶς γε συννοῶ, Plat. Theaet. 164 a; εἰ ξυννοεῖς τὴν οἰκειότητα, Polit. 280 b; auch mit folgdm ὅτι, Soph. 242 d; u. med., Alc. II, 133 a; oft bei Pol. τί u. ὅτι.
-
2 συννοέω
A meditate, reflect upon a thing,τἀξ ἐμοῦ παλαίφατα S.OC 453
, cf. Pl.Smp. 220c, Phdr. 241c, Lg. 712d, PTeb.24.30 (ii B.C.); σ. τί τις χρήσεται think what one can do with it, Pl.Lg. 835d:—[voice] Med.,ἐν ἐμαυτῷ τι συννοούμενος E.Or. 634
, cf. Ion 644.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συννοέω
См. также в других словарях:
συννοώ — έω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυννοῶ [νοῶ] 1. αντιλαμβάνομαι, εννοώ («ὅταν τινὰ τις ξυννοῇ ῥᾳδίως μανθάνοντα», Πλάτ.) 2. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) συννοούμενος, ένη, ον αυτός που εξυπονοείται μαζί με κάποιον άλλο μσν. γνωρίζω συγχρόνως, ξέρω ταυτόχρονα … Dictionary of Greek